- προενεχυριάζω
- Αδεσμεύω κάποιον εκ τών προτέρων με το να παράσχει ενέχυρα ή υποσχέσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐνεχυριάζω, μτγν. τ. τού ἐνεχυράζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προενεχυριάζει — προενεχυριάζω bind by pledges before pres ind mp 2nd sg προενεχυριάζω bind by pledges before pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενεχυριάζων — προενεχυριάζω bind by pledges before pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)